ἀνακόπτει

ἀνακόπτει
ἀνακόπτω
drive back
pres ind mp 2nd sg
ἀνακόπτω
drive back
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • OBICES ferrati portarum — apud Amm. Marcellin. l. 21. qui Graecis σεσιδηρωμένοι μοχλοὶ, iidem sunt cum claustris, quae foribus praeducta dicit Germanicus, in paraphrasi Arati, ubi de sidere Cassiopeae, Qualis ferratos obicit clavicula dentes, Succutit et foribus praeducti …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PESSULUS — Graece πάσσαλος, quam vocem ἀπὸ τῶ πεσσῶι nonnulli infeliciter deducunt: nihil enim πεσσοὶ muliebres commune habent cum pessulo, voce eâ Graecâ a similitudine πεσσῶν fictâ. Sunt autem πεσσοὶ saxeae pilae partim rotundae, partim quadratae, sed ut… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άγαλμα — Η λέξη ά. (από το αγάλλομαι) σήμαινε στην αρχή καθετί με το οποίο κάποιος αγάλλεται (πολύτιμα αντικείμενα κλπ.). Επικράτησε όμως με τον καιρό να σημαίνει το είδωλο άντρα ή γυναίκας, φτιαγμένο από ξύλο, πηλό, μάρμαρο, χαλκό κλπ. Στην αρχή ήταν… …   Dictionary of Greek

  • αεροπλανοφόρο — Πολεμικό πλοίο του οποίου οι εγκαταστάσεις επιτρέπουν την απογείωση, την προσγείωση, τον ανεφοδιασμό και τη μεταφορά αεροπλάνων, τα οποία απαλλάσσονται έτσι από τους περιορισμούς δράσης στους οποίους υπόκειται η αυτονομία τους. Πριν από τον Α’… …   Dictionary of Greek

  • αντιαφροδισιακός — ή, ό 1. αυτός που παρεμποδίζει την εξάπλωση των αφροδίσιων νοσημάτων 2. εκείνος που ανακόπτει τη σεξουαλική δραστηριότητα …   Dictionary of Greek

  • κρατητήριο — το 1. μηχανισμός που ανακόπτει την κίνηση, κυρίως σε μηχανές 2. τόπος σε αστυνομικό τμήμα, στρατόπεδο κ.α., στον οποίο είναι εγκλεισμένοι αυτοί που βρίσκονται υπό κράτηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρατώ + τήριο (πρβλ. ορμη τήριο, σιωπη τήριο). Η λ., στον… …   Dictionary of Greek

  • φρένο — (ή πέδη). Μηχανισμός ικανός να μειώσει την ταχύτητα ενός οργάνου που βρίσκεται σε κίνηση. Ο τύπος φ. που χρησιμοποιείται συχνότερα ενεργεί με ξηρά τριβή: η κινητική ενέργεια μετατρέπεται σε θερμότητα, που απομακρύνεται με την απλή αγωγιμότητα ή… …   Dictionary of Greek

  • Πετρωνάς — Βυζαντινός στρατηγός που έδρασε στα μέσα του 9ου αι., αδελφός της Θεοδώρας, συζύγου του αυτοκράτορα Θεόφιλου (825 842) και του καίσαρα Βάρδα. Διακρίνεται στους πολέμους που διεξάγονται επί Μιχαήλ Γ΄ εναντίον των Αράβων της Ασίας και ιδιαίτερα το… …   Dictionary of Greek

  • Χανίων, νομός — Διοικητική διαίρεση της δυτικής Κρήτης, στο δυτικό άκρο της. Συνορεύει στα Α με τον νομό Ρεθύμνης, και στις 3 άλλες πλευρές του βρέχεται από τη θάλασσα. Έχει έκταση 2.376 τ. χλμ. και πληθυσμό ; κατ. Διοικητικά ο νομός χωρίζεται σε 5 επαρχίες:… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”